- αντεπερώτηση
- ηεπερώτηση που γίνεται για να ανατρέψει άλλη επερώτηση ή να προκαλέσει αντιπερισπασμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντεπερωτώ — (Α ἀντεπερωτῶ, άω) νεοελλ. υποβάλλω αντεπερώτηση* αρχ. 1. ρωτώ κι εγώ αυτόν που με ρωτά 2. επικαλούμαι μάρτυρα … Dictionary of Greek